- καμφθέντων
- κάμπτωkam̃p-asaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασφενδονίζω — και διασφενδονῶ ( άω) (Α) 1. διασκορπίζω κάτι τινάζοντας το σαν με σφεντόνα 2. διαμελίζω («διεσφενδόνησεν αὐτόν, ὀρθίων δένδρων εἰς ταὐτὸ καμφθέντων, ἑκατέρῳ» τόν διαμέλισε αφού έδεσε τα μέλη του στις κορφές δύο λυγισμένων δένδρων) … Dictionary of Greek